- κελαηδισμός
- και κελαϊδισμός και κιλαηδισμός και κελαδημόςτο κελάηδημα, το τραγούδι τών πουλιών («πέταμα και κελαϊδισμός στον πολυαγαπημένο τους ήλιο που βασιλεύει», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαηδώ. Οι γραφές κελαϊδισμός και κιλαϊδισμός αντί τής ορθής γρφ. κελαηδισμός. Ο τ. κελαδημός < κελαδώ].
Dictionary of Greek. 2013.