κελαηδισμός

κελαηδισμός
και κελαϊδισμός και κιλαηδισμός και κελαδημός
το κελάηδημα, το τραγούδι τών πουλιών («πέταμα και κελαϊδισμός στον πολυαγαπημένο τους ήλιο που βασιλεύει», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαηδώ. Οι γραφές κελαϊδισμός και κιλαϊδισμός αντί τής ορθής γρφ. κελαηδισμός. Ο τ. κελαδημός < κελαδώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κελαηδιστής — και κελαϊδιστής, θηλ. κελαηδίστρα και κελαϊδίστρα αυτός που μιλά κελαηδιστά, τραγουδιστά, αυτός που μιλά ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαηδώ. Για τη γραφή κελαϊδιστής βλ. κελαηδισμός. Η λ., στον τ. κελαδιστής, μαρτυρείται από το 1841 στον Ν. Ι.… …   Dictionary of Greek

  • κελαηδώ — και κελαϊδώ και κιλαηδώ και κελαδώ, έω και άω (ΑΜ κελαδῶ, έω, Α επικ. τ. κελάδω, Μ και κιλαδῶ) (για πτηνά) τραγουδώ, ψάλλω νεοελλ. μσν. μτφ. (για ανθρώπους) 1. φλυαρώ ευχάριστα 2. τραγουδώ ή ηχώ χαρούμενα 3. αυθαδιάζω μσν. αντηχώ αρχ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κιλαηδισμός — ο βλ. κελαηδισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”